κεραμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικός — Βλ. λ. Κεραμεικός. * * * ή, ό (ΑΜ κεραμικός, ή, όν) [κέραμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του («γῆ κεραμική» χώμα κατάλληλο για το έργο τού κεραμέα, Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής… … Dictionary of Greek
κεραμικά — κεραμικός of neut nom/voc/acc pl κεραμικά̱ , κεραμικός of fem nom/voc/acc dual κεραμικά̱ , κεραμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικῶν — κεραμικός of fem gen pl κεραμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικόν — κεραμικός of masc acc sg κεραμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικαί — κεραμικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικοῖς — κεραμικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικοί — κεραμικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικοῦ — κεραμικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμικῆς — κεραμικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)